ὠκύνοος

ὠκύνοος
ὠκῠ-νοος, ον,
A quickly marking, Opp.C.1.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωκύνοος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ταχεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀξύ νοος)] …   Dictionary of Greek

  • ὠκυνόους — ὠκύνοος quickly marking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”